Σαούλ

Σαούλ
Σαούλ, ὁ indecl. (שָׁאוּל) Saul
son of Kish and first king of Israel (1 Km 9ff; 1 Ch 8:33; 1 Macc 4:30; Philo, Migr. Abr. 196; Just., D. 105, 4.—Joseph. has Σαοῦλος, ου [Ant. 6, 74].—B-D-F §53, 2; Mlt-H. 144) Ac 13:21; 1 Cl 4:13; AcPl Ha 6, 22.
Hebrew name of the Apostle Paul (s. Παῦλος 2).Ac, which is the only book in our lit. that uses the name Saul for the apostle, has it mostly in its Gk. form (s. Σαῦλος). The OT form Σαούλ is found only in the account of his Damascus experience, and as a voc. 9:4, 17; 22:7, 13; 26:14 (cp. TestLevi 2:6 the call of the angel fr. the opened heavens: Λευί, Λευί, εἴσελθε).—BHHW III 1677f.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σαούλ — Πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ (2o μισό του 11ου αι. π.Χ.), που χρίστηκε από το Σαμουήλ παρόλο το αντίθετο ρεύμα για την εγκαθίδρυση της μοναρχίας στους Εβραίους, οι οποίοι δεν έπρεπε να έχουν άλλο βασιλιά εκτός από το θεό. Με το γιο του Ιωνάθαν… …   Dictionary of Greek

  • Κρίπκε, Σαούλ Άαρον — (Saul Aaron Kripke, 1940 –). Αμερικανός φιλόσοφος. Καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Πρίνστον από το 1977, δίδαξε επίσης στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και στο Ροκφέλερ, ενώ διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Κολούμπια, Κορνέλ και …   Dictionary of Greek

  • Μένεμ, Κάρλος Σαούλ — (Carlos Saul Menem, Ανιγιάκο 1930 –). Αργεντινός πολιτικός, πρόεδρος της χώρας την περίοδο 1989 99. Καταγόταν από οικογένεια Σύρων μεταναστών και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κόρντομπα. Μετά την αποφοίτησή του το 1955, ασχολήθηκε ενεργά… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Саул — (שָׁאוּל) Пол …   Википедия

  • Αγάγ — Βιβλικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αμαληκιτών. Αιχμαλωτίστηκε από τον Σαούλ. Κατά την Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός επιθυμούσε τη θανάτωσή του, αλλά ο Σαούλ, παρά τη σχετική εντολή, τον κράτησε ζωντανό. Θανατώθηκε τελικά από τον Σαμουήλ στα Γάλγαλα …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Βιτόριο — (Vittorio Alfieri, Άστι 1749 – Φλωρεντία 1803). Ιταλός συγγραφέας. Θεωρείται o πρώτος δραματουργός της Ιταλίας. Η εξαιρετικά πολυκύμαντη ζωή του τον οδήγησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Πρωσία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”